επιχώννυμι

επιχώννυμι
ἐπιχώννυμι και ἐπιχωννύω (AM)
καλύπτω με χώμα, ενταφιάζω
αρχ.
1. σχηματίζω τύμβο, σωρό χώματος επάνω στον τάφο τού νεκρού
2. γεμίζω με χώμα τάφρο, δίοδο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώννυμι «συσσωρεύω, στοιβάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίχωμα — το (AM ἐπίχωμα) [επιχώννυμι] επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση τής επιφάνειας τού εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ. νεοελλ. όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές τού πεζικού …   Dictionary of Greek

  • επίχωση — η (AM ἐπίχωσις) [επιχώννυμι] επιχωμάτωση νεοελλ. βαθμιαία εξαφάνιση γήινου ανάγλυφου κάτω από τα ίδια του τα αποσαθρώματα μσν. εξόγκωση, μεγαλοποίηση …   Dictionary of Greek

  • προσεπιχώννυμι — Α [ἐπιχώννυμι] επισωρεύω κι άλλο χώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”